ἐρυγών

ἐρυγών
ἐρυγών: see ἐρεύγομαι.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐρυγῶν — ἐρυγάω belch pres part act masc voc sg ἐρυγάω belch pres part act neut nom/voc/acc sg ἐρυγάω belch pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐρυγάω belch pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) ἐρυγή belching fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυγών — ἐρεύγομαι belch out aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”